- κοινογονίᾳ
- κοινογονίᾱͅ , κοινογονίαmixing of breedsfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοινογονία — κοινογονία, ἡ (Α) η γονιμοποίηση με μίξη δύο διαφορετικών ειδών, όπως τού αλόγου και τού γαϊδάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γονία (< γονος < γόνος), πρβλ. αγαθο γονία, αρχαιο γονία] … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek